< βρύγδην
Βρυγίας >
Βρυγηίς
,
-ίδος, ἡ
Brigeide
1
v. Βρῦγοι.
2
plu. αἱ Βρυγηίδες las
Brigeides
dos islas del mar Adriático, A.R.4.330.