< βρονταῖος
βροντάω >
Βρονταϊσταί
,
-ᾶν, οἱ
adeptos del culto de Zeus Bronteo
o
Tonante
ἐπιμεληθέντων τᾶς ἀναστάσεως τοῦ ταλαμῶνος τῶν Βρονταϊστᾶν
IApameia
116.7.