< βραχιάλιον
Βραχῖνος >
Βραχιάτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βραχιηνός
Vran.26
braquiata
,
braquieno
ét. de los ribereños del océano Indico, Vran.l.c., St.Byz.s.u.
Βραχία
, cf. Βραχεῖα θάλασσα.