< βρακαρίαι
βρακάριος >
Βρακάριοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
Βράκαρες
Ptol.
Geog
.2.6.1;
Βράκαροι
App.
Hisp
.72
bracarios
,
brácares
,
brácaros
tribu galaica que tenía como capital Bracaraugusta, App.l.c., Ptol.
Geog
.l.c., 2.6.38.