< Βουλῖνος
βούλιος >
Βούλιοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
tb.
Βουλίδιοι
St.Byz.
bulios
,
bulidios
ét. de Búlide, Paus.10.37.3, St.Byz.s.u.
Βοῦλις
.