< Βουργίωνες
Βουρδίγαλα >
Βουργοῦνται
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Βουρούγουνδοι
Agath.5.11.2, 4;
Βουργουζίωνες
Agath.1.3.3, Procop.
Goth
.1.12;
Βουργοῦνδοι
Zos.1.48.1
burgundios
pueblo de Germania, Ptol.
Geog
.2.11.8, 9, Agath.ll.cc., Procop.l.c., Zos.l.c.