< Βουκεφάλεια
Βουκεφαλία >
Βουκεφαλεῖς
,
-έων, οἱ
• Alolema(s):
Βουκεφαλῖται
St.Byz.s.u.
Βουκεφάλεια
bucefaleos
,
bucefalitas
ét. de Bucéfala, St.Byz.s.u.
Βοὸς κεφαλαί
.