< Βοϊανόν
Βοιατικός >
Βοιάτης
,
-ου
• Alolema(s):
Βοιίτης
Hdn.Gr.2.863
beata
,
beita
ét. de Beón y de Bea, Hdn.l.c., St.Byz.s.u.
Βοιόν
, cf. Βοιαῖος.