< βλίξ·
βλισκούνιν >
Βλίσκοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
tb.
Βλίσσιοι
Hsch.
Bliscos
o
Blisios
n. antiguo de los
beocios
Hsch.,
EM
201.39G.