< Βισαλτικός
Βισάνθη >
Βισάλτιος
,
-α, -ον
bisaltio
,
de Bisaltia
Ἠιὼν Στρυμόνος Βισαλτία
Eión la bisaltia ciudad del Estrimón
Lyc.417, cf. St.Byz.s.u.
Βισαλτία
.