< Βίεννα
Βίεννος >
Βιενναῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Βιεννήσιος
1
ὁ Β.
Bienio
epít. de Zeus St.Byz.s.u.
Βίεννος
.
2
bienio
o
bienesio
ét. de Bieno, St.Byz.l.c.