< Βησύγγα
Βητ- >
Βησυγγεῖται
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Βησσυγῖται
St.Byz.s.u.
Βήσσυγα
besingitas
ét. de Besinga, Ptol.
Geog
.7.2.4, 17, St.Byz.l.c.