< Βηθλεέμη
Βηθμαοί >
Βηθλεμίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βηθλεεμίτης
Rom.Mel.21.
αʹ
.7
belenita
ét. de Belén, St.Byz.s.u.
Βήθλεμα
, epít. de Cristo, Rom.Mel.l.c.