< Βεχειριάς
Βεώνα >
Βεχειρικός
,
-ή, -όν
1
bequírico
,
de los bequires
λιμήν
Scyl.
Per
.84.
2
subst. ἡ Β. la reg.
Bequírica
Hecat.207, Scyl.l.c.