< Βερενίκειος
Βερενίκη >
Βερενικεύς
,
-έως, ὁ
bereniceo
ét. de Berenice ciu. costera del Mar Rojo (cf. Βερενίκη
IV 4
)
Ἡρῴδης
ISyène
303.4 (II a.C.), cf. St.Byz.s.u.
Βερενῖκαι
.