< Βέννα
βενναρχέω >
Βενναῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
Βεννάσιος
St.Byz.s.u.
Βέννα
beneo
,
benasio
1
ét. de Bena de Tracia, St.Byz.l.c.
2
ét. de Bena, tribu de Éfeso, Ephor.126.