< Βενιαμ(ε)ιν
Βενιαμῖτις >
Βενιαμίτης
,
-ου
benjamita
,
descendiente de Benjamín
ἀνήρ
I.
AI
5.155
•
plu. subst.
οἱ Βενιαμῖται
I.
AI
5.166.