< Βεθσούρα
Βεθώρα >
Βεθσουραῖοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
Βεθσουρῖται
I.
AI
12.376
betsureos
,
betsuritas
ét. de Betsur o Betsura, I.
AI
12.368, l.c.