< Βααλβάζερος
Βααλτίς >
Βαάλιμος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βααλείμ
I.
AI
10.160
Baálimo
o
Baalim
rey de los amonitas, I.
AI
l.c., 10.164.