Βατιεύς, -έως
• Alolema(s): tb. Βατιειάτης, -ου St.Byz.s.u. Βατίεια; Βατιάτης EM 191.38G.


bacieo y bacieata ét. de Baciea, St.Byz.l.c., EM l.c.