< Βαργύλια
Βαργυλιητικός >
Βαργυλιήτης
,
-ου, ἡ
• Alolema(s):
Βαργυλιάτης
St.Byz.s.u.
Βαργύλια
;
Βαργυληΐτης
D.L.5.94
bargilieta
ét. de Bargilia, Plb.16.12.3,
IEphesos
13.2.15 (I d.C.), Plu.
Flam
.12, D.L.l.c., St.Byz.l.c., s.u.
Αἴγιναι
.