< Βάρβας
Βαρβατίων >
Βαρβάτιος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
lat.
Barbatius
Cic.
Phil
.13.2
Barbacio
romano, cuestor de M. Antonio, App.
BC
5.31, v. Βάρβιος.