< βαλία
Βαλιαρίδες >
Βαλιαρεῖς
,
-έων, οἱ
baleares
ét. de las islas Baleares, Plb.1.67.7, 3.33.11, 15.11.1, D.S.25.2, St.Byz.s.u.
Γυμνησίαι
.