< αὐᾰλέος
Αὐαλίτης >
Αὐαλῖται
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Ἀβαλῖται
Ptol.
Geog
.4.7.10
avalitas
ét. de Αὐαλίτης
2
Ptol.
Geog
.l.c., 4.7.30, Marcian.
Peripl
.1.11.