< Αἰκούλανον
Αἰκουουμφαλίσκον >
Αἴκουοι
,
-ων, οἱ
ecuos
D.C.23.1, lat.
Aequi
Liu.4.49.3, Verg.
Aen
.7.695, v. Αἰκανοί.