< Αἰκανός
αἰκεία >
Αἰκανοί
,
-ῶν, οἱ
los ecanos
o
ecuos
pueblo vecino de los latinos, D.S.12.64, D.H.6.34, Plu.
Cam
.2, cf. Αἴκικλοι, Αἶκοι, Αἰκολανοί, Αἰκουικλοί, Αἴκουοι, lat.
Aequi
.