Αἰθιοπεύς, -ῆος
etíope, negro
μετ' ἀμύμονας Αἰ.Il.1.423, cf. Theoc.17.87, A.R.3.1192, Q.S.2.216, Nonn.D.2.683,
Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται ΑἰθιοπῆοςCall.Del.208.
μετ' ἀμύμονας Αἰ.Il.1.423, cf. Theoc.17.87, A.R.3.1192, Q.S.2.216, Nonn.D.2.683,
Νεῖλος ἀπὸ κρημνοῖο κατέρχεται ΑἰθιοπῆοςCall.Del.208.