Αἰγιναῖος, -α, -ον
• Morfología: [ac. plu. fem. Αἰγιναίανς IG 4.617 (Argos IV/III a.C.)]


de Egina μᾶζα Cratin.176, νέες Hdt.6.92, δραχμή Th.5.47, ὀβολός Th.5.47, EM α 417
subst. Αἰγιναῖα cosas de Egina e.e. baratijas Αἰ.· τὰ ῥωπικὰ φορτία Hsch., EM α 417.