< Αἴβουρα
Αἰβουροβισυγγησία >
Αἰβουραῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Αἰβουράτης
St.Byz.s.u.
Αἴβουρα
ebureo
, ét. de Ebura, la actual Evora (Portugal), Zonar.s.u.
Αἴβουρα
.