ἄσαρος 1
,
ἄσαρος 2
.
< ἄσᾰρον
ἄσαρος >
ἄσαρος
,
-ον
no barrido
Hsch.
< ἄσαρος
ἀσάρωτος >
ἄσαρος
v. ἀσηρός.