ἄνοδος, -ον
que no es camino, que es mal camino
ὁδοὶ ἄ.caminos que no son caminos E.IT 889,
op. εὔοδοςX.An.4.8.10.
ὁδοὶ ἄ.caminos que no son caminos E.IT 889,
op. εὔοδοςX.An.4.8.10.
τριῶν μηνῶν ... ἄ.Hdt.5.50,
παρὰ βασιλέαHdt.5.51,
ἐν τῇ ἀνόδῳX.An.2.1.1
τοῦ ὑγροῦhasta el sol, Arist.Mete.355a6
τὴν εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄ.Pl.R.517b,
ἡ ἐπὶ τὸ κο[ινὸ]ν ... ἄ.Phld.D.1.6,
op. κάθοδοςHierocl.in CA 24.4
κατηλυσίη τ' ἄνοδός τεArat.536.
ἀποφράττειν αὐτοῖς] τὴν δεῦρο [ἄνοδο]νPOxy.2104.10 (III d.C.) en BL 2.2.104.
ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδουHdt.8.53