γνωτός, -όν
1 conocido, sabido c. o sin εἶναι es conocido
γνωτὸν ... ὡςIl.7.401,
γνωτὸν δ' ἦν ὃ ...Od.24.182,
γνωτά κοὐκ ἄγνωτά μοι ... ἱμείροντεςS.OT 58,
(μαντεία)S.OT 396
•de pers. bien conocido, célebre
ἐγὼ ... ἂν ἤθελον γνωτὸς γενέσθαιA.Ch.702, en el prov.
ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρS.Fr.282,
γνωτόν τε θείη τὸν κράτιστον ἙλλάδοςE.Hel.41.
2 reconocible
σῆμα ... ὅφρα μ' ἐῢ γνωτόνOd.21.218.
• Etimología: De *genHu̯3- ‘conocer’ en grado ø/ø y ō analóg., cf. γιγνώσκω.