βάγος 1
,
βάγος 2
.
< Βαγόραζος
βάγος >
βάγος
,
-έος, τό
forma lacon.
trozo de pan
Hsch., cf.
2
ἄγος.
< βάγος
Βαγράδας >
βάγος
,
-ου, ὁ
forma lacon.
caudillo
Hsch.; cf. ἀγός.
• Etimología:
Quizá contaminación de Ϝάγος (de ἄγνυμι) y ἀγός ‘jefe’.