βρικός 1
,
βρικός 2
.
< βρικίσματα
βρικός >
βρικός
,
-ή, -όν
malvado
Hsch.
< βρικός
Βριλησσόν >
βρικός
,
-οῦ, ὁ
ciren.
asno
Hsch.