βούτης, ἡ
recipiente en forma de cono truncado, Hero Stereom.1.52, cf. βούττις.
τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούτανA.l.c.,
ἀνὴρ βούταςE.l.c., cf. Theoc.1.80, AP 6.255 (Eryc.), Hsch.
βούτας· βοσκήματαHsch.
βούταν φόνονsacrificio de ganado E.Hipp.l.c.,
στάθμους ἔπι βούταςjunto a los establos E.Andr.280.