αἴγινος 1
,
αἴγινος 2
.
< Αἰγινοπώλης
αἴγινος >
αἴγινος
,
-ον
de cabra
δέρματα
PAbinn
.4.6 (IV d.C.),
POxy
.2037.30 (VI d.C.),
κρέας
PRyl
.630.442 (IV d.C.).
< αἴγινος
αἰγιοδόρας >
αἴγινος
,
-ου, ὁ
cicuta mayor
,
Conium maculatum
L.
, Ps.Dsc.4.78.
• Etimología:
Al igual que αἰγίνη por etim. popular ha debido sentirse rel. c. αἴξ.