Βουραῖος 1
,
Βουραῖος 2
.
< Βουραϊκός
Βουραῖος >
Βουραῖος
,
-ου, ὁ
Bureo
fundador de Burea, St.Byz.s.u.
Βουραία
.
< Βουραῖος
βουργάριος >
Βουραῖος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
plu.
Βούριοι
Plb.2.41.13
bureo
,
burio
1
ét. de Bura, Plb.l.c., Lyc.591, St.Byz.s.u.
Βοῦρα
.
2
ét. de Burea, St.Byz.s.u.
Βουραία
.