ἀνίσχω
• Morfología: [distinto de ἀνέχω sólo en pres.]


I tr. elevar θεοῖσι χεῖρας Il.8.347, cf. B.15.45, Plb.15.29.14
presentar, tener τοὺς σπλῆνας ὀγκηρούς Hp.Liqu.6.

II intr.

1 elevarse λαμπὰς ἀνίσχει A.A.93
de astros ἅμα ἡλίῳ ἀνίσχοντι Democr.B 14.3, X.Cyn.6.13, πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Hdt.3.98, 4.40, Th.2.9, Aeschin.Socr.8.3, ἀνίσχοντος τοῦ σειρίου Arist.HA 633a15.

2 brotar, nacer de un río, Plu.Pomp.33
tb. en v. med. elevarse de un promontorio, A.R.2.729
fig. surgir οἷς νέα ἐπὶ παλαιοῖς ἀνίσχει ... θεωρήματα Ph.1.622.