ἀναπαύσις, -εως, ἡ
• Alolema(s): poét. ἄμπ- Mimn.10.2


I 1descanso, reposo οὐ δέ ποτ' ἄμπαυσις γίγνεται (Ἠελίῳ) Mimn.l.c., ἐποίησεν ἡδὺ καὶ ἀγαθὸν ... κάματος ἀνάπαυσιν Heraclit.B 111, ἀ. ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ Pi.N.7.52, δέονται ἀναπαύσιός τε καὶ ἡσυχίης Hp.VM 11, cf. Pl.Ti.59c, X.Eq.4.2, Mem.4.3.3, Lac.12.6, Cyr.7.5.47, Plb.5.81.5, 7, εἰρηνική Ph.1.647, ἐν θεῷ Ph.1.572, Clem.Al.Paed.1.13.102, del descanso tras la muerte, Manes 43.2, 87.5, MAMA 1.260.1 (Laodicea), 4.97, 98 (Frigia IV d.C.)
c. gen. reposo, pausa πόνων E.Hipp.190, πολέμου X.Hier.2.11, δρόμων Arist.HA 579a13, κακῶν Epicur.Ep.[4] 125, cf. Plu.2.9c, D.C.37.24.1
alivio συντονίας Arist.Pol.1341b41, λειτουργίας PFlor.57.54
en ret. pausa Hermog.Id.1.1 (p.218), Anaximen.Rh.1435b18.

2 barbecho ἐπὶ τῇ <ἐν> ἀναπαύσι μερίδει PLips.22.20 (IV d.C.), ἀ. τοῦ κλήρου BGU 644.32 (I d.C.).

3 μετ' ἀναπαύσεως fácilmente (τὰ πάθη) ἐφ' ὅσον εἰσὶ μικρά, ἐὰν θέλωμεν, δυνάμεθα μετά ἀναπαύσεως ἐκκόψαι αὐτά Dor.Ab.M.88.1737C.

II 1lugar de descanso οὐχ εὑροῦσα ... ἀνάπαυσιν τοῖς ποσίν LXX Ge.8.9, cf. Nu.10.33, Eu.Matt.12.43, Eu.Luc.11.24, Gr.Nyss.M.46.784C.

2 sábado, día de descanso ἐξαριθμήσεις ... ἑπτὰ ἀναπαύσεις ἐτῶν LXX Le.25.8, cf. Manes 5.7.