< ἅλλομαι ἀλλόμορφος > ἀλλομορφέω 1 disfrazarse ξυρησάμενος τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸ ἀλλομορφῆσαι Ps.Callisth.3.4. 2 desfigurar Sm.Ez.31.15.