δεινοπαθής, -ές


1 que sufre terriblemente glos. a αἰνοπαθής Apollon.Lex.142, glos. a σχέτλιος Sud.

2 adv. -έως vehementemente τὰ κατ' αὐτὸν δ. ἀναδιδάξαντες Philost.HE 9.8.